θυρανοίξια

θυρανοίξια
θυρανοίξια η
открытие, освящение храма, см. εγκαίνια ναού
Этим.
< θύρα + ανοίγω «дверь + открывать»

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "θυρανοίξια" в других словарях:

  • θυρανοίξια — θυρανοίξια, τὰ (Μ) [θυρανοίκτης] τα εγκαίνια («τὰ θυρανοίξια τοῡ ναοῡ») …   Dictionary of Greek

  • θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»